Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

"ΑΝΤΑΡΤΗΣ, ΚΛΕΦΤΗΣ, ΠΑΛΙΚΑΡΙ ΠΑΝΤΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΛΑΟΣ..."

Κείμενο: Νίκος Μέντζας




Είναι χαρακτηριστικό και συνάμα τραγικό (τουλάχιστον) το γεγονός ότι σε εποχές όπως αυτή που διανύουμε, εποχές της λεγόμενης "κρίσης", πολλοί άνθρωποι λειτουργούν με κεκτημένη ταχύτητα. Η διατύπωση και η διάδοση απόψεων που παραχαράσουν την "ιστορία", είτε από φανατισμό, είτε από αγανάκτηση, είτε από σκοπιμότητα είναι συχνό φαινόμενο, που παρατηρείται όλο και περισσότερο περιόδους σαν και αυτή. Δυστυχώς, το μόνο που καταφέρνουν οι δημοσιεύσεις τέτοιου τύπου είναι να οδηγούν σε λάθος συμπεράσματα. Συμπεράσματα που με τη σειρά τους οδηγούν σε έλλειψη κριτικών ικανοτήτων, σε άκριτη υιοθέτηση των απόψεων του γράφοντος και δημιουργία μιας συγκεκριμένης νοοτροπίας και αντίληψης. Όσον αφορά τον πολύ ευαίσθητο τομέα της ιστορικής έρευνας, πολλοί είναι εκείνοι που αβίαστα παραθέτουν μια σειρά από ανακρίβειες και επιφανειακές θέσεις. Το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό και παραπλανητικό για την κοινωνική πορεία...

Έτσι και σήμερα, ενόψει της ημέρας, διαπίστωσα ότι αρκετοί ήταν εκείνοι που είτε σκοπίμως, είτε (κυρίως) από απερισκεψία και ημιτελή πληροφόρηση προσπάθησαν να προσδώσουν στον Ιωάννη Μεταξά τον ρόλο του ήρωα, του επαναστάτη και του πατριώτη. Πολλές φορές δε, γίνεται η σύγκριση με το παρόν, μέσα από ένα πρίσμα αφέλειας και υποκειμενικότητας που αγγίζει τα όρια της ανευθυνότητας. Η κάθε εποχή συνδιαμορφώνει τα χαρακτηριστικά της από το κλίμα της εξέλιξης των ιδεών, τις συνθήκες, τα συγκυριακά γεγονότα και φυσικά το ιστορικό προηγούμενο. Η ιστορία είναι ο κατεξοχήν επιστημονικός κλάδος, που πρέπει να προσεγγίζεται με υπευθυνότητα, νηφαλιότητα και διάθεση για βαθύτερη έρευνα.

Ο Ιωάννης Μεταξάς, γεμανοτραφής στρατιωτικός και μετέπειτα πολιτικός, προσπάθησε να κρατήσει μια ουδετερότητα απέναντι στις - ομόφρονες του - δυνάμεις του άξονα, κατά την διάρκεια της τετραετούς πρωθυπουργίας του. Αυτή του η στάση ήταν σε σημαντικό βαθμό αποτέλεσμα της λεπτής θέσης, στην οποία βρισκόταν, ως ευνοούμενος και προστατευόμενος του βασιλιά Γεώργιου Β' της δυναστείας Σλέσβιχ - Χολστάιν - Σόντερμπουργκ - Γλίξμπουργκ, προσκείμενου στα αγγλικά συμφέροντα. Ο ίδιος ο Μεταξάς, με το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου στις 30 Οκτωβρίου 1940, μιλώντας στον Αθηναϊκό τύπο, παρουσιάζει το γεωπολιτικό σκηνικό που είχε διαμορφωθεί από την παραπάνω στάση του, σε σχέση με τις επιλογές της ελληνικής κυβέρνησης:

"... Εις τας 15 Αυγούστου έγινεν ο τορπιλλισμός της ΕΛΛΗΣ. Γνωρίζετε ότι από την πρώτην στιγμήν διεπιστώθη ότι το έγκλημα ήτο Ιταλικόν. Εν τούτοις δεν επετρέψαμεν να γνωσθή ότι είχομεν και τας υλικάς πλέον αποδείξεις περί της εθνικότητος του εγκληματίου. Συγχρόνως όμως διέταξα τα αντιτορπιλικά τα οποία συνώδευον τα πλοία που μετέφερον τους προσκηνητάς από την Τήνον μετά το έγκλημα, άν προσβληθούν από αεροπλάνα ή οπωσδήποτε άλλως να κάμουν αμέσως χρήσιν των όπλων των.

Θα σας αποκαλύψω τώρα, ότι τότε διέταξα να βολιδοσκοπηθή καταλλήλως το Βερολίνον. Μου διεμηνύθη εκ μέρους τον Χίτλερ, η σύστασις να αποφύγω οιονδήποτε μέτρον δυνάμενον να θεωρηθή από την Ιταλίαν πρόκλησις. Έκαμα το πάν δια να μη μπορούν οι Ιταλοί να εμφανισθούν ως δυνάμενοι να έχουν όχι αφορμάς ευλόγους, αλλ’ ούτε ευλογοφανές παράπονον εκ μέρους μας, αν και από την πρώτην στιγμήν αντελήφθην τι πράγματι εσήμαινεν η όλως αόριστος σύστασις του Βερολίνου. Σεις καλύτερον παντος άλλου γνωρίζετε ότι έκαμα το πάν δια να μη δώσωμεν αφορμήν εμφανίσεως της Ιταλίας ως δυναμένης να έχη ευλογοφανείς καν αφορμάς αιτιάσεων. Λόγω του επαγγέλματός σας έχετε παρακολουθήσει εις όλες τις λεπτομέρειες την ιστορίαν των ατελειώτων ιταλικών προκλήσεων δημοσιογραφικών και άλλων, αλλά και την χριστιανικήν υπομονήν την οποίαν ετηρίσαμεν, προσποιούμενοι ότι δεν τις καταλαβαίνουμε, περιοριζόμενοι μόνον σε δημοσιογραφικάς ανασκευάς των ιταλικών εναντίον μας κατηγοριών.

Ομολογώ ότι εμπρός εις την φοβεράν ευθύνην της αναμίξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον, έκρινα πώς καθήκον μου ήτο να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τοv τόπον από αυτόν έστω και δια παντός τρόπου, ο οποίος όμως θα συμβιβάζετο με τα γενικώτερα συμφέροντα του Έθνους. Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την κατευθυνσιν τον Άξονος μου έδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα μπορουσε να είναι μία εκουσία προσχώρησιν της Ελλάδος εις την “Νέαν Τάξιν”. Προσχώρησις που θα εγένετο όλως ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ “ως εραστήν του Ελληνικού πνεύματος”...

Συγχρόνως όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις την Νέαν Τάξιν προϋποθέτει προκαταρκτικήν άρσιν όλων των παλαιών διαφορών με τους γείτονάς μας, και ναι μεν αυτό θα συνεπήγετο φυσικά θυσίας τινάς δια την Ελλάδα, αλλά αι θυσίαι θα έπρεπε να θεωρηθούν απολύτως “ασήμαντοι” εμπρός εις τα “οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα” τα οποία θα είχεν δια την Ελλάδα ή Νέα Τάξις εις την Ευρώπην και εις την Βαλκανικήν. Φυσικά με πάσαν περίσκεψιν και ανεπισήμως επεδίωξα δι’ όλων των μέσων να κατατοπισθώ συγκεκριμένως ποίαι θα ήσαν αι θυσίαι αυταί, με τας οποίας η Ελλάς θα έπρεπε να πληρώση την ατίμωσιν της εξ ιδίας θελήσεως προσφοράς της να υπαχθή υπό την Νέαν Τάξιν.



Με καταφανή προσπάθειαν αποφυγής σαφούς καθορισμού μου εδόθη να καταλάβω ότι η προς τους Έλληνας στοργή του Χίτλερ ήτο οι εγγυήσεις oτι αι θυσίαι αυταί θα περιορίζοντο “εις το ελάχιστον δυνατόν”. Όταν επέμεινα να κατατοπισθώ, πόσον επί τέλους θα μπορουσε να είναι αύτο το έλάχιστον τελικώς, μάς εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς.

Δηλαδή θα έπρεπε, δια να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν… με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτo δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των.

Δεν δύναμαι αφ’ ετέρου να μη παραδεχθώ ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν το δίκαιον δεν θα ευρίσκετο με το μέρος της Κυβερνήσεως των Αθηνών και να μην αναγνωρίσω, ότι όταν ένας λαός, όπως ο αγγλικός, αμύνεται δια την ζωήν του, θα ήτο πλήρως δικαιολογημένος να κάνη τα ανωτέρω. Αλλά τότε ο Ελληνικός λαός δικαίως θα ετάσσετο εναντίον της κυβερνήσεως η οποία δια vα τον προφυλάξη από τον πόλεμον θα τον κατεδίκαζε εις εθελουσίαν υποδούλωσιν μετ’ εθνικού ακρωτηριασμού. Αυτή η δήθεν προφύλαξις θα ήτο δια την τύχην της εις το μέλλον Ελληνικής φυλής, πλέον ολεθρία και από τας χειροτέρας έστω συνεπείας οποιουδήποτε πολέμου. Το δίκαιον λοιπόν, δεν θα ήτο με το μέρος της Κυβερνήσεως των Αθηνών, εάν η τελευταία ενήργει κατά τας υποδείξεις του Βερολίνου που ανέφερα. Το δίκαιον θα ήτο με το μέρος του Ελληνικού Λαού, ο οποίος θα κατεδίκαζεν αυτήν, και των Άγγλων οι οποίοι υπερασπίζοντες την ύπαρξίν των επίσης δικαίως θα ελάμβανον τα μέτρα που εφέροντο έχοντες μελετήσει, εισακούοντες άλλωστε τας δικαίας αιτιάσεις των Ελλήνων, οίαι θα προέκυπτον εν καιρώ εάν εδίδετο ή εύλογος αυτή αφορμή.Κυρίαρχοι πάντοτε της θαλάσσης δεν θα παρέλειπον, υπερασπίζοντες πλέον τον εαυτόν των, έπειτα από μίαν τοιαύτην αυτοδούλωσιν της Ελλάδος εις τους εχθρούς των να καταλάβουν την Κρήτην και τας άλλας νήσους μας τουλάχιστον. Το συμπέρασμα αυτό δεν προέκυψεν μόνον από την πλέον απλήν λογικήν, άλλά και από ασφαλείς και βεβαίας πληροφορίας εξ Αιγύπτου, καθ’ ας ειχεν ήδη προμελετηθή και αντιμετωπισθή ή ενέργεια που θα έπρεπε να γίνη ως φυσικόν επακόλουθον πάσης τυχόv εκουσίας ή ακουσίας συνεργασίας της Ελλάδος με τον Άξονα, εις τας ελληνικάς νήσους και προς παρεμπόδισιν εν περιπτώσει της δυνατότητος δια τόν Άξονα να τας χρησιμοποιήση.

Θα εδημιουργούντο έτσι όχι δύο, όπως το 1916, αλλά τρεις αυτήν την φοράν Ελλάδες..."

Άρα, μπορούμε να πούμε ότι ο δικτάτορας λειτούργησε κρατώντας μια ουδέτερη και μουδιασμένη στάση απέναντι στις διεθνείς συγκυρίες, οι οποίες όμως επηρέαζαν άμεσα και την περίπτωση της Ελλάδας. Με λίγα λόγια, πατώντας με το ένα πόδι στην Αγγλία και με το άλλο στη Γερμανία, δήλωνε πίστη και στις δυο δυνάμεις. Και με τον αστυφύλακα και με τον χωροφύλακα, θα λέγαμε. Έλα όμως που το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου, κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου είχε φροντίσει, και αυτό, να εξοπλίσει την ναζιστική μηχανή του Τρίτου Ράιχ (θέτοντας ταυτόχρονα σε δεύτερη μοίρα την εθνική πολιτική της Ελλάδας), έτσι ώστε εκείνη να ξεκινήσει την εκστρατεία ττην πραγματοποίηση του οράματος του Πανγερμανισμού. Ο Βάσος Γεωργίου, στο βιβλίο του “Η εξαθλίωση του λαού και ο πλούτος της χώρας”, σημειώνει:

"Ξέρουμε όμως καλά πως έχουμε πρώτες ύλες για να δημιουργήσουμε αξιόλογους κλάδους βαριάς βιομηχανίας, αλλά τις στέλνουμε ακατέργαστες στο εξωτερικό, γυμνώνοντας κομπογιανίτικα τον εθνικό πλούτο. 400.000 - 500.000 σιδηρομεταλλεύματα, σιδηροπυρίτη και άλλα μεταλλεύματα εξάγουμε κάθε χρόνο, τα τελευταία μάλιστα χρόνια κατά κύριο λόγο στην Γερμανία. Στην σπατάλη αυτή διοχέτευση του μεταλλευτικού πλούτου στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία έχουμε ένα ακόμη μέτρο της αντεθνικής πολιτικής των κυρίαρχων τάξεων, ξεχωριστά μάλιστα στην περίοδο της 4ης Αυγούστου, όταν ο μεγάλος όγκος των εξαγωγών είχε προορισμό την Γερμανία. Το εθνοκτόνο καθεστώς της 4ης Αυγούστου με το να στέλνει εκατοντάδες χιλιάδες τόνους σιδηρομεταλλεύματα και βωξίτη, πρώτες ύλες για κανόνια, τάνκς και αεροπλάνα, προετοίμαζε και απ’ αυτή την πλευρά την εθνική υποδούλωση."

Στην ουσία, το "όχι" του Μεταξά ήταν διπλωματικό, μέσα στα στενά πλαίσια εξυπηρέτησης εξωτερικών συμφερόντων (Αγγλία) και τετελεσμένου. Αντίθετα με το αποφασιστικό "ΟΧΙ" που είπε από την πρώτη στιγμή ο λαός, το γνήσια πατριωτικό, "με το χαμόγελο στα χείλη".

Ο πρέσβης της Ιταλίας Εμμανουέλλε Γκράτσι εξιστορεί στο βιβλίο του “Η αρχή του τέλους - η επιχείρηση κατά της Ελλάδος”:

"Μόλις καθίσαμε του είπα ότι η Κυβέρνησή μου, μου είχε αναθέσει να του κάμω μια άκρως επείγουσα ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια του έδωσα το κείμενο. Τα χέρια που κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά και μέσα από τα γυαλιά έβλεπα τα μάτια να βουρκώνουν, όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. Όταν τελείωσε την ανάγνωση, με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή: "Alors, c’est la guerre" (Ώστε έχουμε πόλεμο)." Του απάντησα ότι δεν ήταν διόλου έτσι κατ' ανάγκην, και ότι μάλιστα η Ιταλική Κυβέρνηση ήλπιζε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση θα εδέχετο τα αιτήματά της και θα άφηνε να περάσουν ελεύθερα τα ιταλικά στρατεύματα, τα οποία θα άρχιζαν τις μετακινήσεις τους την 6η πρωινή. Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε πως μπορούσα να σκεφθώ ότι, ακόμα και αν είχε πρόθεση να ενδώσει, θα του ήταν δυνατόν μέσα σε τρεις ώρες να λάβει τις διαταγές του Βασιλέως και να δώσει τις απαραίτητες οδηγίες για την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων."

Ο Μεταξάς προδόθηκε από τους μέντορές του. Χαρακτηριστικό της μη αναμονής αυτής της εξέλιξης, για τον ίδιο, ήταν το γεγονός ότι προπολεμικά είχε φροντίσει για τον αφοπλισμό του λαού σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Όπως στην περίπτωση της Μάχης της Κρήτης, όπου ο λαός πολεμούσε με γεωργικά εργαλεία και πέτρες.

Πως μπορεί να συγκριθεί η στάση αυτή του Μεταξά με εκείνη του περήφανου και αδάμαστου λαού, που τόσο υπέφερε τα πέτρινα χρόνια της δικτατορίας...;



Ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης στο βιβλίο του "Ο ΕΛΑΣ", δίνει την εικόνα αυτού του μεγαλοπρεπούς και αποφασιστικού "ΟΧΙ", του ελληνικού λαού:

"Έτσι φτάσαμε στις 28 Οκτώβρη, το ιταλικό τελεσίγραφο και το "όχι" του Μεταξά. Το πραγματικό όμως "όχι" το είπε ο ελληνικός λαός και οι τίμιοι Έλληνες αξιωματικοί.

Έγινε ένα πράγμα που κανένας δεν το περίμενε. Σύσσωμο το έθνος βοήθησε τον αγώνα, για ν' αποκρούσει την εχθρική εισβολή και το πέτυχε· θα είχε δε εξαιρετικά αποτελέσματα, ακόμη και το ρίξιμο των Ιταλών στη θάλασσα τελικά, αν γινόταν ό,τι έπρεπε. Τη στιγμή εκείνη έγινε ένας αιφνιδιασμός. Όχι η ξαφνική ιταλική εισβολή, αλλά κάτι που κανείς δεν περίμενε, παρά μονάχα εκείνοι που πίστευαν στην ψυχή και τη δύναμη του ελληνικού λαού. Αιφνιδιάστηκαν όλοι, και Ιταλοί και Γερμανοί και κυβέρνηση και γενικό επιτελείο και σύμμαχοι ακόμα, και τον αιφνιδιασμόν αυτό τον έκανε ο ελληνικός λαός, που δημιούργησε το αλβανικό έπος."

Ενώ, παρακάτω, ο Σαράφης συνεχίζει παραθέτοντας αναλυτικά όλα τα "ΟΧΙ" που είπε η κυβέρνηση σε απότακτους στρατιωτικούς, αλλά και πολίτες που επιχείρησαν από την πρώτη στιγμή να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για την υπεράσπιση της πατρίδας. Ας δούμε κάποια σημεία:

"Η κυβέρνηση έμεινε όπως ήταν, διόρισε αρχιστράτηγο το γνωστό αντιστράτηγο Παπάγο, καίτοι ήξαιρε την αξία του και τούτο γιατί ήταν πιστός σ' αυτή και άνθρωπος του παλατιού ...

Απόκλεισε από το στρατό σχεδόν όλους τους αξιωματικούς απότακτους του 1935, από τους οποίους είχαν αφαιρεθεί τα φύλλα πορείας. Αν κανένας προσέρχονταν γιατί δεν του είχαν πάρει το φύλλο πορείας, τον έδιωχναν με τη δικαιολογία ότι δεν χρειάζεται. Σε επιτροπές αξιωματικών, που παρουσιάστηκαν και ζήτησαν την άμεση αποστολή τους στο μέτωπο, ο τότε υπουργός στρατιωτικών Ν. Παπαδήμας απαντούσε πως δεν έχει ανάγκη η πατρίδα από τις δικές τους υπηρεσίες και επιπλέον τους έβριζε λέγοντας πως ζητούν να επανέλθουν για να βελτιώσουν τη θέση και σύνταξή τους. Έκρινε τις πράξεις των άλλων σύμφωνα με τη δική του νοοτροπία και την τέτοια των ομοφρόνων του, που κατά το πλείστον απέφυγαν τον πόλεμο του 1917 - 1922 ...

Μόνο υπό την πίεση των γεγονότων και της κοινής γνώμης, όταν οι Ιταλοί έφτασαν στο Μέτσοβο και ύστερα από επανειλημμένες επικλήσεις της Στρατιάς Ηπείρου, ανακλήθηκε το μεγαλύτερο μέρος των κατώτερων και ταγματαρχών και λίγοι αντισυνταγματάρχες. Κανένας συνταγματάρχης ή στρατηγός δε χρησιμοποιήθηκε. Όχι μόνο αυτό, αλλά και μερικοί αντισυνταγματάρχες απολύθηκαν αμέσως χωρίς να χρησιμοποιηθούν. Περισσότεροι από 600 αξιωματικοί νέοι, ικανοί, εμπειροπόλεμοι έμειναν αχρησιμοποίητοι ως το τέλος του πολέμου ...

Έκαναν πόλεμο καθεστωτικό. Οι επιχειρήσεις γίνονταν με βραδύ ρυθμό και συντηρητικό τρόπο, γιατί από τις ανώτατες και ανώτερες διοικήσεις έλειπαν κατά το πλείστον τα ικανά, τολμηρά και ορμητικά δημοκρατικά στελέχη, αλλά και γιατί αυτοί που διοικούσαν ήταν από χαρακτήρα συντηρητικοί και κατά το πλείστον διστακτικοί και ανίκανοι γιατί ήθελαν πάντα να είναι βέβαιη η επιτυχία. Μια αποτυχία θα αντανακλούσε στο καθεστώς και αυτό δε συνέφερε. Τα τμήματα υπέφεραν από έλλειψη τροφίμων, τα ζώα ψόφησαν και οι συγκοινωνίες άρχισαν να κόβονται από το χιόνι, οι αρρώστιες και τα κρυοπαγήματα ελάττωναν τη δύναμη των μονάδων. Χαφιεδισμός εξακολουθούσε και στο μέτωπο. Οι ανώτατοι και ανώτεροι αξιωματικοί κατά το πλείστον δεν παρουσιάζονταν στους φαντάρους στην πρώτη γραμμή και τέλος άρχισε και έλλειψη πυρομαχικών ...

Έπρεπε λοιπόν ένας καλός κυβερνήτης, ένα καλό επιτελείο να αντιληφθούν την πραγματικότητα και να προσπαθήσουν, πριν ακόμα φτάσει η άνοιξη, να ξεκαθαρίσουν το μέτωπο της Αλβανίας για να είναι διαθέσιμος όλος ο ελληνικός στρατός στην κεντρική Μακεδονία και όπου αλλού χρειαστεί ..."

Ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος, σημειώνει επίσης ότι “ο Μεταξάς κανένα ΟΧΙ δεν είπε στον Ιταλό πρεσβευτή. Το ΟΧΙ το είπε ο ελληνικός λαός και στο αλβανικό μέτωπο και ύστερα στην κατοχή με την εθνική αντίσταση… Ο Μεταξάς δεν έπαιξε τον ιστορικό ρόλο που καλούσαν οι περιστάσεις να παίξει. Ως την τελευταία στιγμή ήλπιζε πως ο Μουσολίνι δεν θα μας επιτίθονταν, γιατί πολλά περίμενε από τον Χίτλερ που τον πίστευε ως φίλο και προστάτη της Ελλάδας”.

Στον αντίποδα όλων αυτών, μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι τα απομεινάρια του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, κατά την διάρκεια του Β' ΠΠ επάνδρωσαν τα τάγματα ασφαλείας, και διάφορες δωσιλογικές ομάδες εθνικοφρόνων συνεργατών των κατακτητών, φιλοναζιστικές και φασιστικές οργανώσεις.  Ακόμα και χαφιέδες και πληροφοριοδότες του Μανιαδάκη και του δικατορικού καθεστώτος, που κατά τη διάρκεια της κατοχής έκαναν "καριέρα" ως καταδότες και μαυραγορίτες. Σε κάθε περίπτωση, ξενόδουλοι...

Ας προχωράμε λοιπόν σε βάθος, στη μελέτη των ιστορικών δεδομένων, έτσι ώστε να αποδίδουμε "τα τω καίσαρος τω καίσαρι". Ας προσπαθήσουμε να αφουγκραστούμε τη ρήση που λέει ότι "λαός που δεν γνωρίζει το παρελθόν του δεν μπορεί να οικοδομήσει το μέλλον του". Το οφείλουμε τουλάχιστον στις γενιές, στις οποίες θα παραδώσουμε τη σκυτάλη.



Τέλος, ας δούμε πως ορίζει τις έννοιες πατρίδα και έθνος ο ίδιος ο Ιωάννης Μεταξάς:

... Εγώ εν τη εξελίξει ταύτη καθώρισα ήδη τον δρόμον μου, προ πολλού. Είμαι στρατιώτης και ευγενής, και θέτω εις την υπηρεσίαν του Βασιλέως μου το ξίφος μου, του αφιερώ δε την ζωήν και την διάνοιάν μου. Μου είναι αδιάφορον αν ο Βασιλεύς είναι καλός ή κακός, επιβλαβής ή ωφέλιμος· δεν εξετάζω αν αι πράξεις του προξενούν καλόν ή κακόν εις το Έθνος· τον ακολουθώ τυφλώς εις ό,τι θέλει· η θέλησίς του είναι δι' εμέ νόμος· θεωρώ δε εμαυτόν ευτυχή ότι χαίρω την ευμένειαν του Διαδόχου, αρχηγού αποφασιστικού και φιλόδοξου. Φιλοδοξίαν άλλην δεν έχω ή το να πράξω, προς τον Βασιλέα και αυτόν, το καθήκον μου. Η προς αυτούς αφοσίωσίς μου δεν έχει οπισθοβουλίαν. Εν ενί λόγω, αφοσιώνω εμαυτόν εις τον Βασιλέα, και θεωρώ αυτόν εκπροσώπησιν της Πατρίδος, του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος του Έθνους. Παν ό,τι εις αυτόν αντιτίθεται, οθενδήποτε και αν προέρχεται, είναι δι' εμέ αποκρουστέον ...

Βερολίνον, 18/31 Μαρτίου, Σάββατον εσπέρας.


(Ιωάννης Μεταξάς - Το προσωπικό του ημερολόγιο, Τόμος Α', σελ. 527, Εκδ. Γκοβόστη 2005)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου