Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

ΣΦΑΓΗ ΣΤΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ

Κείμενο: Νίκος Μέντζας



Καλάβρυτα, 13 Δεκεμβρίου 1943: Το πρωί εκείνης της μέρας, οι ναζί καλούν τους κατοίκους, που έχουν καταφύγει στα βουνά για να ξεφύγουν από την μανία των Ούννων, να γυρίσουν στα σπίτια τους, διαβεβαιώνοντας ότι δεν πρόκειται να τους πειράξουν. Την γενική διαταγή για την επιχείρηση "Unternehmen Kalavryta" είχε ο αντισυνταγματάρχης της Wehrmacht, Julius Wolfinger, ενώ διοικητής του τάγματος, και της δράσης του στα Καλάβρυτα, ήταν ο “φανατικός ναζί” Ταγματάρχης Hans Ebersberger. Οι κάτοικοι, δείχνοντας εμπιστοσύνη γυρίζουν στην πόλη. Έπειτα, οι Γερμανοί ειδοποιούν όλους τους άρρενες από δεκαπέντε ετών και άνω να μαζευτούν στην πλατεία, ενώ τα γυναικόπαιδα τα κλειδώνουν στο σχολείο. Στην συνέχεια, τους οδηγούν στον λόφο δίπλα από το νεκροταφείο όπου ο Γερμανός λοχίας και καθηγητής θεολογίας, που γνώριζε την ελληνική γλώσσα, Konrad Döhnert (γνωστός ως Tenner) ορκίζεται στην στρατιωτική του τιμή ότι δεν πρόκειται να εκτελεστούν.
Λίγη ώρα μετά, τρεις φωτοβολίδες δίνουν το σύνθημα στον Döhnert που δίνει την εντολή και εννιά πολυβόλα αρχίζουν να σκορπούν “πολιτισμό”. Μέχρι τις 14:35 είχαν δολοφονηθεί όλοι. Στο σχολείο που είχαν απομονώσει τα γυναικόπαιδα βάζουν φωτιά και στην προσπάθεια τους οι γυναίκες να σώσουν τα παιδιά, τα πετάνε από τα παράθυρα, και μισοκαμμένες σπάνε την πόρτα. Με οδυρμούς τρέχουν ασθμαίνοντας να περιμαζέψουν τα κουφάρια των εκτελεσθέντων μέσα από έναν βούρκο αίματος. Μέχρι εκείνη την στιγμή, οι ναζί είχαν πυρπολήσει όλα τα κτίσματα, αφού τα λεηλάτησαν.
Οι Γερμανοί ενημέρωσαν τους άνδρες, λίγο πριν τους εκτελέσουν:
"Βλέπετε την πόλη σας; Αυτή την στιγμή γίνεται στάχτη. Και το σπουδαιότερο, μαζί μ’ αυτή, καίγονται και πεθαίνουν οι γυναίκες σας και τα παιδιά σας. Δεν θα γλυτώσει κανένας τους".
Μόλις τέλειωσαν με τα πολυβόλα, αποτελέιωσαν το πολιτισμικό τους έργο με χαριστικές βολές των ημιθανών (και όχι μόνο) και πέταγμα στον σωρό με τα πτώματα. Ακολούθησαν σκηνές φρίκης με τσεκούρια να ανοίγουν τα κεφάλια των δολοφονημένων στα δύο και άλλοι να τρυπάνε με ξιφολόγχες μάτια και να ξεσκίζουν σάρκες. Σύμφωνα με μαρτυρίες, οι περισσότεροι εκτελεσθέντες σφαγιάστηκαν, πλαισιώνοντας το σκηνικό με εντόσθια. Από όλη αυτή την κόλαση κατάφεραν και γλύτωσαν έντεκα άνδρες, οι περισσότεροι βαριά τραυματισμένοι. Τις επόμενες μέρες, αντάρτες του ΕΛΑΣ υπό τον σμήναρχο Δημήτριο Μίχου πήρανε εκδίκηση εκτελώντας Γερμανούς αιχμαλώτους.
Ένας από τους επιζώντες της σφαγής, ο Αργύρης Φερλέλης θυμόταν αρκετά χρόνια μετά:
"Ένας Γερμανός μας έκανε νόημα να σηκωθούμε απάνω. Σηκωθήκαμε απάνω και άρχισαν να μας θερίζουν με τα μυδράλια. Μετά σωριαστήκαμε, πέσαμε χάμω. Εγώ είχα μείνει ζωντανός, και άλλοι δίπλα μου, και δυο αδέρφια μου ζωντανοί κι αυτοί. Έρχονταν οι Γερμανοί κοντά μας και μας έδιναν έναν-έναν την χαριστική βολή και μας πέταγαν προς τα κάτω. Μιάμιση ώρα κράτησε η εκτέλεση και άλλες δυο, και παραπάνω, η χαριστική βολή. Είχα έναν γείτονα δίπλα που μου έλεγε -ήρθε η σειρά μας Αργύρη. Εμένα είχε πιαστεί η αναπνοή μου και δεν μπορούσα να μιλήσω. Ήρθαν αυτοί, του ρίχνουν δυο σφαίρες στο κεφάλι, πάει, έληξε. Πετάχτηκαν τα αίματα απάνω μου και όπως είχα το χέρι στο κεφάλι, τρύπησε το χέρι μου και πέρασε στο μέτωπο μου μια σφαίρα. Λέω, πάλι τη γλύτωσα. Μετά από δέκα λεπτά έρχεται άλλος, με πιάνει από τον γιακά, με γυρίζει και μου δίνει άλλη μια στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Έμεινα για λίγο αναίσθητος , είχα μουδιάσει ολόκληρος. Κάτσανε και σ’ άλλους μετά από μένα οι Γερμανοί τρία τέταρτα και περισσότερο. Σηκώθηκα εγώ ύστερα και είδα την μάνα μου που ερχόταν από το δρομάκι. Μου λέει -που είναι οι άλλοι; Είχα άλλα δυο αδέρφια, τον Βασίλη και τον Κίμων. Λέω -να ο ένας, να κι ο άλλος. Σκοτωμένοι. Μετά έφυγα και αυτό που μου έκανε εντύπωση την ώρα που έφευγα ήταν που περπάταγα και έφτανε το αίμα μέχρι το γόνατο. Είχε κυλήσει, είχε φτάσει στο δρόμο το αίμα."
Αφήγηση της Βασιλικάς Κυριακοπούλου, από το βιβλίο του Ηλία Παπαστεργιόπουλου “Ο Μωρηάς στα όπλα”:
"Μας έκλεισαν στο σχολείο. Όταν άνοιξε η πόρτα, όρμησα με τα παιδιά μου προς το σπίτι μας, που ‘ναι στο ύψωμα της Αγίας Βαρβάρας. Σαν έφτασα, είχε λαμπαδιάσει για καλά. Ρίχνω μια ματιά γύρω μου και το μάτι μου πέφτει στο χωράφι του Καππή. Κοκκίνιζε ο τόπος γύρω του.
Αφήνω τα παιδιά μου με την μεγαλύτερη κόρη μου, την Τασία μου, και τρέχω. Τρέχω όσο μπορώ προς το χωράφι. Σαν έφτασα, είδα πράγματα που δεν περιγράφονται. Κορμιά κατατρυπημένα από σφαίρες σπασμένα κεφάλια, βογγητά πληγωμένων, ουρλιαχτά, μουγκρίσματα, κατάρες. Όλες οι Καλαβρυτινές έψαχναν να βρουν τ’ αγαπημένα τους πρόσωπα.
Περπατούσα μέσα στο αίμα. Έψαξα πολύ και βρήκα τον άνθρωπο μου. Τον σήκωσα, τον έβαλα στην πλάτη μου και μοιρολογώντας τον κατέβασα στο νεκροταφείο. Έσκαψα με τα νύχια μου και τον έθαψα. Το θέαμα στο νεκροταφείο ήταν ανατριχιαστικό. Έβλεπε κανείς στους κορμούς των κυπαρισσιών στοιβαγμένα πτώματα. Σωριασμένες οικογένειες. Οι Καλαβρυτινοί ήρωες θάβονταν χωρίς παπά και τρισάγιο. Χωρίς λιβάνι και κερί…
Τη νύχτα τα σκυλιά άρχισαν να ουρλιάζουν. Ο παγωμένος αέρας άπλωνε την μυρωδιά του θανάτου παντού. Άκουγες τις γυναίκες να τριγυρίζουν σαν βρικόλακες στους δρόμους και να ουρλιάζουν: Κώστααα… Νίκο… Μανώλη… όλα τα ονόματα του χωριού. Πιο πάνω ο Παναγής ο Σαρανταυγάς είχε στήσει μοιρολόγι που συνέχισε όλη τη νύχτα…
Την άλλη μέρα πήγα και στο νεκροταφείο. Τον ξέθαψα, τον έστησα σ’ ένα κυπαρίσσι και άρχισα να τον μοιρολογώ. Μου ‘χε σαλέψει. Το βράδυ πάλι τον ξανάθαψα. Το ίδιο και την άλλη μέρα. Μιλούσα μαζί του, δεν πίστευα ό,τι είχε φύγει… Μα απάντηση δεν έπαιρνα. Του έβγαλα το κατατρυπημένο από τις σφαίρες παλτό και τα παπούτσια του, λέγοντας του: “Εκεί που πας δεν σου χρειάζονται ρούχα και παπούτσια. Συγχώρα με. Έχω μεγάλο δρόμο να κάνω”.
Τον έθαψα για πάντα. Ήταν 40 χρονών, καλάγαθος, ευγενής, χαρούμενος, φιλόξενος και σ’ όλους αγαπητός. Αλλά ο θεός τον ήθελε κοντά του.”

Γερμανοί ναζί …ξεκουράζονται λίγο μετά την σφαγή ενώ πίσω τους τα Καλάβρυτα καίγονται.

Πέντε μέρες πριν, στις 8 Δεκεμβρίου του 1943 οι ναζί επισκέφθηκαν την μονή Μεγάλου Σπηλαίου, στα Καλάβρυτα, όπου οι καλόγεροι τους φιλοξένησαν, τους τάισαν και τους πρόσφεραν ότι ζήτησαν. Ύστερα από την φιλοξενία, οι Γερμανοί εκτέλεσαν όλους τους οικοδεσπότες, 22 καλόγερους, υπάλληλους και ανθρώπους που είχαν πάει για να προσκυνήσουν. Μεταξύ των θυμάτων και ένα παιδί δεκατεσσάρων ετών. Την ίδια μέρα στην Αγία Λαύρα βασάνισαν και σκότωσαν 9 άτομα, μεταξύ των οποίων και έναν παράλυτο ηλικιωμένο εβδομήντα ετών. Στο χωριό Ρογοί 61 άτομα από δεκαεπτά ως ενενήντα ετών, στην Κερπινή 42 άνδρες από δεκαεπτά ως ογδόντα ετών και στην Ζαχλωρού 18 άνδρες από δεκαοκτώ μέχρι εβδομήντα ετών. Την επόμενη μέρα εισέβαλαν στα χωριά Σούβαρδο και Βραχνί Αχαϊας, τα λεηλάτησαν και εκτέλεσαν 9 κατοίκους. Οι πολιτισμένοι βάρβαροι έκλεισαν όλες τις επιδρομές τους με το καθιερωμένο κάψιμο των χωριών. Στις 14 του μήνα επέστρεψαν στα μοναστήρια, και μη βρίσκοντας κανέναν αρκέστηκαν σε λεηλασίες και την πυρπόληση της Αγίας Λαύρας και του Μεγάλου Σπηλαίου.
Κατά την διάρκεια της επιχείρησης “Καλάβρυτα” οι ναζί έκλεψαν πάνω από 2000 πρόβατα και 260.000.000 δραχμές. Οι εικασίες σχετικά με τον αριθμό των σφαγιασθέντων κατά την διάρκεια της επιχείρησης ποικίλουν, από 511 μέχρι 1436 άτομα. Σύμφωνα πάντως με τα στοιχεία, ο πιο κοντινός στην πραγματικότητα αριθμός των νεκρών υπολογίζεται σε πάνω από χίλιους. Το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων ήταν προμελετημένο σχέδιο, παρ’ όλες τις προφάσεις των αντιποίνων...
Ο Ebersberger πέθανε στο Ανατολικό Μέτωπο. Ο υπολοχαγός Akamphuber πέθανε στην Αυστρία το 1972 σε ηλικία 67 ετών. Ο Döhnert αξιοποιήθηκε, με νέα ταυτότητα, από τις μυστικές υπηρεσίες των Η.Π.Α. κατά την διάρκεια του ψυχρού πολέμου και πέθανε στην Αυστρία το 1979 σε ηλικία 64 ετών. Κανείς τους δεν λογοδότησε για τα εγκλήματα που διέπραξε. Το 1968, το δικαστήριο του Μονάχου, ύστερα από πιέσεις, προέβη σε έρευνα και συνέδεσε είκοσι πρόσωπα με τις θηριωδίες που διαπράχθηκαν στα Καλάβρυτα. Το δικαστήριο, όμως, που τελούσε υπό την επίβλεψη και χειραγώγηση της Δυτικής Γερμανίας, δηλαδή του NATO και των δυτικών, έβγαλε το πόρισμα, ότι “κατά τη στιγμή της διάπραξης των εγκλημάτων αυτών, η εκτέλεση των αμάχων και των ομήρων δεν αντιβαίναν την υπάρχουσα νομοθεσία. Επιπλέον, η αυθαίρετη επιλογή θυμάτων και η τιμωρία τους για τις πράξεις άλλων, δεν έχει καταδικαστεί από το Διεθνές Δίκαιο. Οι Συμβάσεις της Χάγης δεν το απαγορεύουν ρητώς.”
Παρά το γεγονός ότι έχει αναγνωριστεί επίσημα η ναζιστική θηριωδία των Καλαβρύτων, ακόμα δεν έχει καταβληθεί καμιά αποζημίωση, ενώ ως ανάχωμα - σε κάθε είδους αναγνώριση και αποζημίωση - στάθηκαν κατά καιρούς “Έλληνες” βουλευτές και υπουργοί, στις εντατικές προσπάθειες του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης Οφειλών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου