Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

"ΣΑΣ ΒΕΒΑΙΩΝΩ ΟΤΙ ΘΑ ΣΠΑΣΟΥΜΕ ΤΑ ΠΛΕΥΡΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ"

Κείμενο: Νίκος Μέντζας


Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940, 05:30 π.μ.: Ξεκινάει επίσημα η επίθεση της φασιστικής Ιταλίας εναντίον της Ελλάδας. Κατά τόπους επιθετικές ενέργειες έχουν ξεκινήσει αρκετά πιο νωρίς.

Οι ελληνικές δυνάμεις αποτελούνται από 39 τάγματα πεζικού, 40 πυροβολαρχίες και 70 πολεμικά αεροσκάφη, με τη συνολική δύναμη ανδρών να ανέρχεται στις 35.000. Οι Ιταλοί παρατάσσουν 59 τάγματα πεζικού, 135 πυροβολαρχίες (οι 23 βαρέος πυροβολικού), 150 άρματα μάχης, 18 ίλες ιππικού, 6 τάγματα όλμων, ένα τάγμα πολυβόλων και 460 πολεμικά αεροσκάφη, με συνολική δύναμη 100.000 άνδρες. Στο πλευρό των Ιταλών συμπαρατάσσονται αλβανικά τμήματα, κυρίως από μουσουλμάνους Τσάμηδες. Ο Μουσολίνι είχε υποσχεθεί στην Αλβανία την παραχώρηση της Θεσπρωτίας, για τη δημιουργία μιας "Μεγάλης Αλβανίας".

Λίγες μέρες πριν, ο υπουργός εξωτερικών της Ιταλίας και γαμπρός του Μουσολίνι (είχε παντρευτεί την κόρη του Ιταλού δικτάτορα), Γκαλεάτσο Τσιάνο, μελετώντας το σχέδιο της εισβολής διαβεβαιώνει ότι "θα αρχίσουμε με ένα ισχυρό πλήγμα και είναι πολύ πιθανόν να καταρρεύσουν τα πάντα εντός ολίγων λεπτών. Θα κάνουμε στρατιωτικό περίπατο". Στις 15 Οκτωβρίου, ο επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων, στρατηγός Βισκόντι Πράσκα ενημερώνει τον Μουσολίνι ότι οι Έλληνες "δεν θα πολεμήσουν μ' ευχαρίστηση" και ο Ντούτσε, ικανοποιημένος, παρατηρεί, με ανυπομονησία: "Ας ανακεφαλαιώσουμε: Επίθεση εις την Ήπειρο. Παρακολούθηση και πίεση επί της Θεσσαλονίκης. Και σε δεύτερη φάση, πορεία προς την Αθήνα".

Οι διαβεβαιώσεις, βέβαια, του Πράσκα έρχονται σε αντίθεση με το κλίμα που επικρατεί στην Ελλάδα. Ο λογοτέχνης Γιώργος Θεοτοκάς σημειώνει στο ημερολόγιο του για τις αντιδράσεις του ελληνικού λαού στις 28 Οκτωβρίου:

"Ξυπνώ με τις καμπάνες που σημαίνουν την κήρυξη του πολέμου και τον πρώτο συναγερμό. Επιτέλους είμαστε μέσα! Ο ωραιότατος καιρός, οι καμπανοκρουσίες, κάποια κίνηση ιδιαίτερη, κάποια έξαψη που αισθάνομαι αμέσως τριγύρω μου, στο σπίτι, στο δρόμο, στα άλλα σπίτια και στους κήπους, όλα αυτά προσδίδουν, από την πρώτη στιγμή, στην ημέρα που αρχίζει, μια όψη εορτάσιμη, πανηγυρική...

Μετά τους Αμπελοκήπους, μπαίνοντας στην Αθήνα, αντικρύζω την πρώτη πολεμική εικόνα και αισθάνομαι την πρώτη συγκίνηση της ημέρας. Μια στρατιωτική μονάδα φεύγει από τα Παραπήγματα. Οι στρατιώτες είναι άοπλοι. Είναι πολύ νέοι και καλά ντυμένοι. Τραγουδούν, γελούν και παίζουν φάπες, κάνουν σαν παιδιά που ξεκινούν για μια ευχάριστη εκδρομή...

Σιγά σιγά η Αθήνα παίρνει το ύφος των μεγάλων εθνικών εορτών, κάτι που θυμίζει λ.χ. τα Εκατόχρονα της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά πιο αυθόρμητα και πιο νεανικά... Είχα πολλά, πάρα πολλά χρόνια να δω τέτοιο ενθουσιασμό στην Αθήνα. Αισθάνεται κανείς ένα πάθος μες στον αέρα, ένα φανατισμό, μια λεβεντιά. Ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο, είναι κάτι ωραίο. Και μια τέλεια εθνική ενότητα. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που αισθάνουμαι τέτοια ομόνοια να βασιλεύει στον τόπο. 

Κανείς δεν σκέπτεται αυτή τη στιγμή ότι ο εχθρός είναι δέκα φορές ισχυρότερος, ότι ο θάνατος κρέμεται από πάνω μας μέσα σ' αυτόν το λαμπρό ουρανό. Αισθάνουμαι μια μεγάλη αγάπη για τον ελληνικό λαό, μια αγάπη γεμάτη αλληλεγγύη, στοργή και αντρική εκτίμηση. Είναι ένας όμορφος, λεβέντικος, ευγενικός και έξυπνος λαός, είναι ένας λαός που αξίζει περισσότερο από ορισμένους μεγάλους λαούς του κόσμου και ασφαλώς και ασφαλώς περισσότερο από τους ξιπασμένους που ξεκίνησαν σήμερα να μας κατακτήσουν. 

Μου κάνει εντύπωση πως όλες οι εκδηλώσεις της Αθήνας σήμερα, ακόμη και οι εκδηλώσεις που έχουν έναν τόνο μίσους και βίας, γίνουνται με κάποιο ύφος αυθόρμητης ευγένειας, με κάποια αξιοπρέπεια, με κάποιον ορμέμφυτο πολιτισμό που απεχθάνεται τη χυδαιότητα και την προστυχιά. Στις κρίσιμες ώρες οι Έλληνες βρίσκουν τον πιο αληθινό εαυτό τους, ενώ στις ομαλές περιστάσεις συμβαίνει τόσο συχνά να τον ξεχνούν!"


Στις 14 Νοεμβρίου, ο ελληνικός στρατός, μετά από τις επιτυχημένες ενέργειες του στρατηγού Κατσιμήτρου, στο Καλπάκι, ο οποίος (ορθώς) δεν έλαβε υπόψιν του τις εντολές του Αλέξανδρου Παπάγου, που βρισκόταν στο ξενοδοχείο "Μεγάλη Βρετανία", αλλά και του ικανότατου συνταγματάρχη Δαβάκη στην Πίνδο, περνά στην αντεπίθεση. Στις 22 Νοεμβρίου καταλαμβάνεται η Κορυτσά. Λίγες μέρες νωρίτερα, ο Ιταλός δικτάτορας, σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα επισημαίνει προς τους αξιωματικούς του ότι "τα άγρια βουνά της Ηπείρου δεν προσφέρονται για αστραπιαίο πόλεμο", και συνεχίζει γεμάτος μίσος και οργή για τους Έλληνες γρυλίζοντας: "Υπάρχει κανείς μεταξύ σας, σύντροφοι, ο οποίος να θυμάται τον λόγο που εξεφωνήθη προ του Αιθιοπικού πολέμου, τον Ιούλιο του 1935, στο Έμπολι; Είπα τότε ότι θα σπάζαμε τότε τα πλευρά του Νεγκούς. Τώρα με την ίδια απόλυτη πεποίθηση -επαναλαμβάνω, απόλυτη- σας βεβαιώνω ότι ΘΑ ΣΠΑΣΟΥΜΕ ΤΑ ΠΛΕΥΡΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ... Όποιος αμφιβάλλει ή σκέπτεται οτιδήποτε άλλο, δεν με γνωρίζει. Όταν ξεκινήσω, δεν σταματώ πλέον μέχρι τέλους. Θα το αποδείξω για μια ακόμη φορά ό,τι και αν συμβεί".

Ο Τσιάνο (με τον μαύρο χιτώνα) πλάι στον Έρχαρντ Μιλχ, στο Αεροδρόμιο Γκάτοου. Βερολίνο - 1938


Το βράδυ της 3ης  Δεκεμβρίου ο στρατηγός Σοντού που έχει αντικαταστήσει τον Πράσκα στέλνει, εσπευσμένα, τηλεγράφημα στη Ρώμη, τονίζοντας ότι "οποιαδήποτε στρατιωτική ενέργεια, με σκοπό να αντιδράσει στην κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, είναι πια αδύνατη και η διευθέτηση πρέπει να γίνει μόνο με πολιτική παρέμβαση!". Οι ιταλικές στρατιές έχουν τσακιστεί και βρίσκονται σε τραγική κατάσταση.

Εν τω μεταξύ καταλαμβάνονται από τον ελληνικό στρατό οι Άγιοι Σαράντα, το Πόγραδετς, το Αργυρόκαστρο... Η μεγάλη αυτή προέλαση διεξήχθη με τιτάνια προσπάθεια, με ανυπέρβλητη δύναμη και απαράμιλλο σθένος. Ο Άγγελος Τερζάκης, στο βιβλίο του "Ελληνική Εποποιία 1940 - 1941 σκιαγραφεί την τεράστια δοκιμασία των στρατιωτών στα βουνά το χειμώνα του '40 - '41:

"Από 24 ίσαμε 30 Δεκεμβρίου, η κακοκαιρία αναγκάζει το Β' Σώμα Στρατού να αναστείλει τις επιχειρήσεις του, να περιμένει καλύτερες συνθήκες. Οι μουλαρόδρομοι που έπρεπε να ακολουθούν τα τμήματα στις μετακινήσεις τους είχαν γίνει αδιάβατοι, πολτός από χιόνι λιωμένο και λάσπη, τον είχαν ζυμώσει με τις οπλές τους τα ζώα, τ' άρβυλα. Το χιόνι στο μεταξύ έπεφτε αδιάκοπα, συναλλαζόταν με τις βροχές. Μουλάρια φορτωμένα γλίστραγαν στα μονοπάτια, γκρεμοτσακίζονταν κάτω βαθιά στις χαράδρες, οι φάλαγγες τεντώνονταν και λιάνευαν έτσι που να γίνονταιατέλειωτες, αργές, ξεθεωμένες, πένθιμες. Έρχονταν οι νύχτες και τις πρόφταιναν στο δρόμο. Τότε, αναγκάζονταν να σταθούν εκεί που βρίσκονταν, να κουρνιάσουν και να ξενυχτίσουν στην παγωνιά, πάνω στο χιόνι, στη λάσπη, μεθυσμένες από την ταλαιπωρία, μουσκεμένες ως το κόκαλο, μερόνυχτα αμέτρητα νηστικές. Είναι οι ώρες όπου ο άνθρωπος χάνει την αίσθηση του γύρω κόσμου, θεωρεί πως μετατοπίστηκε στην κόλαση και βασανίζεται εκεί δίχως ελπίδα γλυτωμού, κατάδικος στους αιώνες.

Τα κρυοπαγήματα νέκρωναν τα άκρα, κάθε μέρα και σε περισσότερους. Ήταν σαν ένας θάνατος ύπουλος, τμηματικός, που δάγκωνε κι έκοβε κομμάτια από τα κορμιά, να τ' αφήνει σακατεμένα. Στην αρχή δεν ξέρανε τι είναι, γι αυτό και τα πρώτα κρούσματα δεν τους έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση. Το πόδι τουμπάνιαζε, βάραινε, κοκκίνιζε, έπιανε να μυρμιδίζει σαν να το τρυπάγανε χιλιάδες αναμμένα καρφιά. Ύστερα άρχιζε να μελανιάζει, γινόταν μαυροπράσινο, πελώριο, και τότε έσκαγε εδώ κι εκεί, ένας απαίσιος καρπός, άφηνε να τρέχουν υγρά κοκκινόχλωμα, αίμα και πύο. Τέλος νεκρωνόταν, δεν το ένιωθαν πια, τα δάχτυλα γίνονταν μαύρα και ξερά. Το πήγαιναν ξυπόλητο πάνω στα χιόνια, νομίζοντας πω το φυλάει το άρβυλο, που ήταν όμως από καιρό ξεπατωμένο χωρίς να το ξέρουν. Εκεί απάνω στις προχωρημένες γραμμές, στα βουνά που τα έπνιγε κάθε νύχτα καινούργιο χιόνι, οι προφυλακές δεκατίζονταν. Οι κρυοπαγημένοι της IV Μεραρχίας έφταναν κιόλας στο διπλάσιο από τους χτυπημένους τους σε μάχες: δυο χιλιάδες εξακόσιοι στρατιώτες, εξήντα αξιωματικοί. Περισσότερα από τα μισά ζώα είχαν χαθεί. Ο διοικητής της μεραρχίας, που ανέβηκε στις πρώτες γραμμές για να σχηματίσει προσωπική γνώμη, ένιωσε το θάρρος του να λυγίζει στο δρόμο: Είχε διασταυρωθεί με φάλαγγες ατέλειωτες από λείψανα που όδευαν μέσα στη χιονοθύελλα, άλλα πεζοί, άλλα σε φορεία, άλλα καβάλα σε ζώα σκελετωμένα - ένα όραμα του Άδη. Ήταν τραυματίες και κρυοπαγημένοι που τραβάγανε για τα ορεινά χειρουργεία ν' ακρωτηριαστούν.

Σ' ένα τάγμα από οχτακόσιους, είχαν απομείνει είχαν απομείνει διακόσιοι είκοσι. Ήτανε λόχοι με καμιά εικοσαριά μόνον άντρες δύναμη. Παντού στα βουνά έβλεπες ξεμοναχιασμένους φαντάρους να ψάχνουν τρεκλίζοντας το δρόμο τους μέσα στην άσπρη απεραντοσύνη ή να έχουν καθίσει χάμου σε μια πέτρα και να περιμένουν εκεί ώρες ατέλειωτες, μήπως περάσει καμιά εφοδιοπομπή να τους περιμαζέψει ή τίποτα τραυματιοφορείς. Μερικοί έκλαιγαν από τον πόνο, από την απελπισία, από την πείνα. Συλλογίζονταν το σπιτικό τους, τη ζωή του σακάτη που τους περιμένει, τον σπαραγμό των δικών τους σαν θα τους αντικρίσουν, και η καρδιά τους έλιωνε. Είχαν υπερασπιστεί την Ελλάδα, την τιμή της, σταμάτησαν μόνοι αυτοί μέσα στο μεγάλο κόσμο τον εχθρό, τον κυνήγησαν πίσω, τον ντρόπιασαν. Ω ναι, η θυσία άξιζε τον κόπο, αλλά δεν ήταν για τούτο και λιγότερο βαριά, λιγότερο πικρή..."

Η ελληνική προέλαση θα φτάσει σε βάθος το ένα τέταρτο του αλβανικού εδάφους. Η ιταλική προσπάθεια, με την "εαρινή επίθεση" του στρατηγού Καβαλέρο -επιβλέποντος του ίδιου του Μουσολίνι, που είχε μεταβεί κοντά στο μέτωπο- θα σπάσει κυριολεκτικά τα μούτρα της στις νέες Θερμοπύλες: το απόρθητο θρυλικό ύψωμα 731, με απολογισμό για τους Έλληνες 125 νεκρούς και 425 τραυματίες και για τους Ιταλούς 1.000 νεκρούς και 3.000 τραυματίες.

Ο λαογράφος Δημήτριος Λουκάτος, ο οποίος πήρε μέρος στον πόλεμο του ’40, μέσα από το βιβλίο του "Οπλίτης στο Αλβανικό Μέτωπο, Ημερολογιακές σημειώσεις 1940 - 41" περιγράφει τις συνθήκες του πολέμου και τη θυσία του Έλληνα στρατιώτη, του χιλιοτραγουδισμένου αλλά και τόσο αφανή ήρωα του ελληνοϊταλικού πολέμου:

"Είμαστε όλοι-όλοι 5, και μας στέλνουν στις προφυλακές, στον 9ο λόχο. Εκεί, λέει, λείπουν άνδρες και θα τους χρειαζόμαστε. Παρουσιαζόμαστε στον διμοιρίτη. Ένας κοντόχοντρος κόκκινος ανθυπολοχαγός. Μας υποδέχεται γελαστός και καλωσυνάτος. "Τιμωρημένοι"; μας ρωτάει. "Μάλιστα, γιατί ετραγουδούσαμε". "Τι λες, μωρέ; Κι εγώ έχω ένα μεράκι για τραγούδι". Ξαφνικά, όμως, ένα σκάσιμο όλμου, πάνω απ’ τα κεφάλια μας, μας κόβει την διάθεση και την κουβέντα. Ο διμοιρίτης φωνάζει (κάτω από τ’ αντίσκηνο): "Τι είναι, Βελλιόπουλε;". Η φωνή του "παρατηρητή" απαντάει, απ’ έξω, παραλλαγμένη κάπως από τον αέρα: "Δράσις ολμοβόλου, σο δεξιό!". Δεύτερη έκρηξη σκεπάζει τη φωνή του. Αμέσως Τρίτη, πλάι μας, και η σκηνή μας κλονίζεται. "Γρήγορα στο χαράκωμα" φωνάζει ο διμοιρίτης και τρέχουμε, σκύβοντας και προφυλακτικά, προς τ’ αμπρί. Οι όλμοι πέφτουνε εδώ κι εκεί, σ’ όλες τις διευθύνσεις. Τα χώματα πέφτουν στα κράνη μας. Ο λοχίας τα ‘χει χαμένα. Είναι συμμαζεμένος, σαν χελώνα στο καβούκι της. Λες και θέλει να μπη ολόκληρος στο κράνος του. Τώρα, όμως, αρχίζει να βάλλη το δικό μας πυροβολικό, και οι όλμοι άρχισαν να σταματούν. Αυτό το πανηγύρι κράτησε μιάμιση ώρα. Ευτυχώς που κάθε βολή, πριν από την έκρηξή της ακούεται, και την "περιμένεις". Ο παρατηρητής Βελλιόπουλος, εκεί μπροστά μου, σκυμμένος πίσω από μια πέτρα, φωνάζει: "Στο γάμο του Καραγκιόζη τις ρίχνουν Θα οργώσουμε την Αρβανιτιά, και θα δης καλαμπόκι οι Αρβανίτες, δυο μπόγια"! Εκείνη την ώρα, ένας όλμος σκάει μέσα στο χαράκωμα. Τα χώματα φτάνουνε στα μάτια μου. Η μυρουδιά της μπαρούτης και του καπνού μου πνίγει τον λαιμό. Το συναίσθημα που νοιώθει κανείς, τέτοιες στιγμές, είναι η αναμονή του κακού, με κάποια ψυχραιμία, μαζί κι ελπίδα. Ύστερα, η αμφιβολία αν την γλύτωσες κι αν έμεινες γερός. Ψάχνω τα μέλη μου, να δω αν είναι αβλαβή. Κοιτάζω ύστερα τον διπλανό μου, με κοιτάζει κι αυτός μ’ ανοιχτό το στόμα, σαν αποσβολωμένος. Τον κοιτάζω καλύτερα, και βλέπω τον καρπό του χεριού του να κρέμεται κομμένος από τον πήχυ, όπως τα’ αρνίσια ποδαράκια στα χασάπικα. "Βρε συνάδελφε, του φωνάζω, το χέρι σου"! Δεν είχε τολμήσει ως εκείνην την ώρα να κοιτάξη τι έπαθε. Γυρίζει το κεφάλι του και βγάζει ένα δυνατό ξεφωνητό. "Μη φωνάζης, του λέω, θα περάση". Δεν ξέρω που βρήκα την ψυχραιμία και σηκώθηκα από τη θέση μου, πήγα κοντά του, παράτησα το όπλο μου και με το μαντήλι μου μπόρεσα να του δέσω το χέρι. Το προσάρμοσα στη θέση του, σαν να ‘τανε σπασμένο "μπιμπελό". Έπλυνα το γύρω αίμα με το παγούρι μου και του ‘δεσα το χέρι σφιχτά, με το μαντήλι. Ύστερα έβαλα τις φωνές. "Κύριε ανθυπολοχαγέ. Έναν τραυματιοφορέα!". "Δεν έχω" μου φωνάζει"…

Ο Έλληνας στρατιώτης, μαζί με τον ελληνικό λαό είπε το ΟΧΙ στον φασισμό


Η κεντρική φιγούρα του πολέμου αυτού είναι ο Έλληνας στρατιώτης, που με ισχυρότερα όπλα την ψυχή και το σθένος του, περιδιαβαίνει τα παγωμένα βουνά. Η δικτατορία του βασιλιά Γεώργιου Β’ και του Μεταξά προμήθευσε, κι αυτά όπως όπως, με πολύ πενιχρά μέσα τον Έλληνα στρατιώτη, ενώ κατά τη διάρκεια του καθεστώτος είχε φροντίσει να εφοδιάσει απλόχερα τον Άξονα με πρώτες ύλες για την πολεμική βιομηχανία και την προπαρασκευή του. Βέβαια, από την άλλη, είχε φροντίσει να ασκήσει δημοσιονομική πολιτική προς όφελος των υμετέρων και των, ούτως ή άλλως, προνομιούχων, προβαίνοντας σε σκάνδαλα που μόνο ένα δικτατορικό καθεστώς μπορεί να προβεί. Κατά τα’ άλλα, η απάντηση του Μεταξά προς τον Γκράτσι, ή καλύτερα, η διαπίστωση του απέναντι στον Ιταλό πρέσβη δεν ήταν τίποτε άλλο από έναν απεγνωσμένο χειρισμό λιγοθυμίας και δυσπραγίας, που καθοριζόταν από το διπλωματικό πλαίσιο της ελληνική εξωτερικής πολιτικής και υπαγορευόταν από την - φίλα διακείμενη στο βασιλιά - Αγγλία. Σε αντίθεση με το αποφασιστικό και τρανταχτό "ΟΧΙ" του ελληνικού λαού απέναντι στο φασισμό. Χαρακτηριστική είναι η αντίδραση του ελληνικού λαού, ο οποίος σε αντίθεση με τον "ηγέτη" του, αγκάλιασε το πολεμικό ανακοινωθέν (εναντίον της κοιτίδας του φασισμού) με εκδηλώσεις ψυχικής ευφορίας. Άλλο ένα σημείο που δείχνει ότι το φασιστικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου, παρά τις φανφάρες και τις πλαστές ανακοινώσεις, δεν κατάφερε ποτέ να ενσταλάξει την ιδεολογία του στο σώμα της κοινωνίας. Στο βιβλίο του Γενικού Επιτελείου Στρατού "Η προς πόλεμον προπαρασκευή του ελληνικού στρατού 1923 - 1940" σημειώνεται ότι "τα προβλήματα εφοδιασμού εξήσκησαν τυραννικήν δουλείαν επί των επιχειρήσεων και η έλλειψις αυτοκινήτων επηρέασε και περιόρισε τας επιθετικάς ενέργειας του Ελληνικού Στρατού"... Ο Λουκάτος απεικονίζει τη μοναχική φιγούρα του Έλληνα στρατιώτη, στα βουνά της Αλβανίας, προσδίδοντας του χαρακτηριστικά που αν και αγγίζουν το μυθολογικό στοιχείο, είναι πέρα για πέρα ρεαλιστικά και παραστατικά. Στον αντίποδα, οι "ελέω θεού" προνομιούχοι, που αν και δεν υποφέρουν ποτέ τους μόχθους και τα βάσανα, είναι εκείνοι που απολαμβάνουν όλα τα εύσημα, τις επισημότητες και τα πρωτεία:

"Πέμπτη 6 Μαρτίου 1941

Με το ταχυδρομείο μας ήρθανε κάτι μικρά ημερολόγια της τσέπης, του 1941. Απ’ έξω έχουνε την εικόνα ενός μπεμπέ ως ενός χρόνου. Είναι ο γυιός του Παύλου, ο "επίδοξος διάδοχος", που είναι, λέει, ανάδεκτος του ελληνικού στρατού, και που μας εύχεται "αίσιον και ευτυχές το νέον έτος". Οι φαντάροι κοιτάζουνε τον Μπέμπη, με ειρωνική διάθεση. "Είχαμε, ρε συ, αναδεξιμιό και δεν το ξέραμε! Τώρα είναι δα που θα πολεμήσουμε την ψυχή μας"!

Στον καινούργιο βράχο, τον "κομμένο" αριστερά, που τοποθετήσαμε προφυλακή, ένας σκοπός – φαντάρος πάει κι έρχεται σαν μαύρο ζωύφιο, πάνου στο χιόνι. Τον κοιτάζω, από τον Νερόμυλο που έχω κατέβει, και σκέφτομαι πως είναι ο πιο ακραίος Έλληνας της πολεμικής μας γραμμής. Είναι και τραγική ύπαρξη αυτός ο ακραίος Έλληνας, έτσι καθώς τουρτουρίζει και βηματίζει τρέχοντας εκεί, πίσω από τον βράχο, σε περιθώριο βαδίσματος όλο – όλο 4 μέτρων. Οι αλεπούδες και τα τσακάλια του τόπου θα τον παίρνουν, σίγουρα, για τρελλό. Κι όμως, έτσι που τρέχει, φυλάει εμάς. Κι εμείς τους άλλους. Πιο πίσω, στο Σύνταγμα. Κι αυτοί τους άλλους της Κορυτσάς, και η αλυσίδα φτάνει ως την Αθήνα, ως την κούνια του μωρού, που ευδόκησε να μας στείλη τα ημερολόγια"…

Την Κυριακή 6 Απριλίου του 1941, στις 5:15 τα ξημερώματα, οι Γερμανοί θα συντρέξουν για να σώσουν του Ιταλούς ομοϊδεάτες τους. Έτσι ξεκινάει η επιχείρηση “Μαρίτα”, η επίθεση δηλαδή των γερμανικών στρατευμάτων εναντίον της Ελλάδας. Οι Έλληνες καλούνται αυτή τη φορά να αντιταχθούν στη ναζιστική μηχανή του Τρίτου Ράιχ. Οι Γερμανοί είχαν υποσχεθεί στους Βούλγαρους την Δυτική Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία. Ως αντάλλαγμα, οι τελευταίοι θα επέτρεπαν την ελεύθερη διέλευση μέσα από την Βουλγαρία για το πέρασμα στην Ελλάδα. Η αντίσταση στα 21 οχυρά της γραμμής Μεταξά, στο Ρούπελ, Ιστίμπεη, Μαλιάγκα, Παλιουριώνες, Καρατάς, Νυμφαία, Εχίνος στο Μπέλες κ.ά. ήταν σθεναρότατη, μέσα σε συνθήκες ιδιαίτερα έντονες, με αστραπιαίες επιθέσεις από τα γερμανικά Στούκας, ακατάπαυστη βροχή από οβίδες πυροβολικού και αρμάτων μάχης και ρίψη χημικών αερίων εντός των οχυρών. Η αριθμητική ανισότητα σε εξοπλισμό και έμψυχο δυναμικό μεταξύ των δυο πλευρών ήταν τρομακτική. Η γερμανική πλευρά με την 12η Στρατιά και την 1η Τεθωρακισμένη Ομάδα Μεραρχιών υπό τον στρατάρχη Βίλχελμ Λίστ αποτελούταν από 12 μεραρχίες επανδρωμένες με 500.000 περίπου άνδρες, πλαισιωμένη από εξακόσια άρματα μάχης και εξακόσια περίπου αεροπλάνα. Η ελληνική πλευρά  παρέτασσε μόλις τρεις μεραρχίες και δυο ταξιαρχίες με 70.000 άνδρες, πολλοί από αυτούς τραυματισμένοι και καταπονημένοι από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Στο μεταξύ, ένα μέρος του ελληνικού στρατού βρισκόταν στο αλβανικό μέτωπο.

Γερμανοί αξιωματικοί προβαίνουν σε... αυτοπροβολή της φυλετικης τους ανωτερότητας  πικαροντας  έναν μικροκαμωμένο Έλληνα στρατιώτη που περιφέρεται ρακενδυτος,  ξυπόλητος και ανεστιος  μετά την κατάρρευση του Μετώπου



Το πρώτο δείγμα γραφής, στην Ελλάδα, οι ναζί το έδωσαν με την περίπτωση του ηρωικού λοχία Δημήτριου Ίτσιου, ο οποίος έδωσε το δείγμα γραφής του Έλληνα πολεμιστή απέναντι στην επίθεση του Ούνου… Θα ακολουθούσαν εκατοντάδες χιλιάδες ακόμα παρόμοιες περιπτώσεις… Ο Διονύσης Χαριτόπουλος στο βιβλίο του “Άρης ο Αρχηγός των Ατάκτων” αφηγείται:

"Ένας Γερμανός αξιωματικός ζητάει να δει τον επικεφαλής αξιωματικό ενός πολυβολείου που θέρισε πάνω από 200 άνδρες και παραδόθηκε μόνο αφού εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά του. Οδηγούν μπροστά του έναν απλό λοχία, τον Δημήτρη Ίτσιο. Ο Γερμανός του δείχνει τους νεκρούς λέγοντας: "Τούτο το μακελειό είναι δικό σου έργο. Μου σκότωσες τους καλύτερους στρατιώτες μου. Σε συγχαίρω". Και διατάσσει να τον εκτελέσουν."

Μετά την δολοφονία, οι στρατιώτες της Βέρμαχτ έβγαλαν φωτογραφίες, καμαρώνοντας δίπλα στο άψυχο σώμα του λοχία και θεωρώντας το ως τρόπαιο…

Το ελληνικό έπος του ’40 υπήρξε καταλυτικός παράγοντας για την κατάρριψη της επιβλητικής εικόνας και του μύθου της φασιστικής Ιταλίας και του Ντούτσε. Ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Ουίνστον Τσώρτσιλ, έγραφε αργότερα στα απομνημονεύματά του ότι "η μεγάλη ελληνική αντίσταση συνετέλεσε σε μεγάλο βαθμό στο να ενθαρρύνει τα άλλα βαλκανικά κράτη, και το γόητρο του Μουσολίνι έπεσε πολύ χαμηλά".

Μια μικρή χώρα, με ένα λαό που κουβαλούσε τεράστια ψυχικά αποθέματα και την φλόγα για την ελευθερία τα έβαλε ταυτόχρονα με τρεις δυνάμεις του περιβόητου Άξονα και δεν γονάτισε ούτε στιγμή, σημειώνοντας την πρώτη νίκη εναντίον του, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η περίοδος της μαύρης κατοχής και της αντίστασης βρισκόταν μπροστά, όμως "πέρα από τον πάταγο των αυτοκρατοριών, όπως διαπιστώνει ο Τερζάκης, που γκρεμίζονται, θ' απομείνει ν' ακούγεται μέσα στον αποκαμωμένο κόσμο, λιανό και κρυστάλλινο, ερημικό κι άτρεμο. το εωθινό που σήμανε η σάλπιγγα πάνω στον ελληνικό βράχο μια φθινοπωρινή αυγή".

Η σημασία και το μεγαλείο της εποποιίας του Έλληνα στρατιώτη αποτυπώνονται ξεκάθαρα στα λόγια ενός βρετανού συγγραφέα, του Κόμπτον Μακένζι, ο οποίος στο βιβλίο του "Άνεμος Ελευθερίας" γράφει:

"Ας μη ξεχάσουμε ποτέ ότι ενώ οι Ιταλοί διώχνονταν τόσο άδοξα από την Ελλάδα, η εκστρατεία του Ουέιβελ στη Λιβύη και η νίκη του Κάννιγκαμ στη ναυμαχία του Ταινάρου δεν είχαν πραγματοποιηθεί. Ακόμα και η καταστροφική επιδρομή στον Τάραντα δεν πραγματοποιήθηκε παρά στις 11 Νοεμβρίου. Όταν αυτός ο μεγάλος πόλεμος θα έχει γίνει ανάμνηση, ή μάλλον όταν θα έχει γίνει απλά ένα παραμύθι ατυχών μακρινών γεγονότων και μαχών πριν πολλά χρόνια, η Ελλάδα θα είναι εκείνη στην οποία, στις σελίδες της ιστορίας, θα αποδίδεται η τιμή ότι ήταν η πρώτη χώρα που τσάκισε τον μύθο του αήττητου Άξονα…

Η ελληνική απάντηση ήταν ένας δεύτερος Μαραθώνας για την ανθρωπότητα. Όταν τελειώσει αυτός ο μεγάλος και φρικτός πόλεμος σαν τέτοιος θα θεωρηθεί από την αντικειμενική ιστορία. Ο σύγχρονος χρονογράφος τουλάχιστον δεν διστάζει να το προβλέψει αυτό, βεβαιώνοντας ότι αν η Ελλάδα είχε υποκύψει στις απαιτήσεις των Ιταλών, η όλη πορεία των γεγονότων θα είχε αλλάξει, επειδή η Ρωσία θα είχε συντριβεί από το φθινόπωρο του 1941. Η Ελλάδα ήταν εκείνη που έσωσε την ψυχή του ανθρώπου. Και ο απλός Έλληνας στρατιώτης ήταν εκείνος που έσωσε την Ελλάδα."

Απόγονοι των φασιστών, των ναζί και των δοσιλόγων αναπολώντας τους προγόνους τους 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου