Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ 1973

Κείμενο: Νίκος Μέντζας


17/11/1973. Έξι χρόνια κι επτά μήνες “αποφασίζομεν και διατάσομεν”. Έξι χρόνια κι επτά μήνες σκάνδαλα και “κιτς” αισθητική. Έξι χρόνια κι επτά μήνες “Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών”. Έξι χρόνια κι επτά μήνες μυστικοπάθεια και μαύρα γυαλιά. Έξι χρόνια και επτά μήνες φυλακών, βασανιστηρίων, ξυλοδαρμών, εξοριών, δολοφονιών. Έξι χρόνια κι επτά μήνες συστηματικής απόπειρας θανάτωσης της κοινωνίας. Έξι χρόνια κι επτά μήνες από τις - αμερικανικής προέλευσης - ερπύστριες του πρωινού της 21ης Απριλίου 1967.
Τρία χρόνια νωρίτερα στην Ιταλία, τα ξημερώματα της 19ης Σεπτεμβρίου του 1970, στην πλατεία Ματεότι της Γένοβας ο 22χρονος φοιτητής γεωλογίας Κώστας Γεωργάκης αυτοπυρπολείται, ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Στις 5 Φεβρουαρίου 1973 οι φοιτητές του Πολυτεχνείου αποφασίζουν μαζική αποχή από τα μαθήματα και κατάληψη της Νομικής. Στις 13 του ίδιου μήνα, η χούντα παραβιάζοντας το άσυλο δίνει εντολή στην αστυνομία να επέμβει - μέχρι και σε γραφεία καθηγητών - και συλλαμβάνονται έντεκα φοιτητές, αλλά και καθηγητές, οι οποίοι αντέδρασαν στην βαρβαρότητα και οδηγήθηκαν σε κελιά στην απομόνωση. Στις 21 και 22 του μήνα, τέσσερις χιλιάδες φοιτητές καταλαμβάνουν το κτίριο της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και απαιτούν ανάκληση του νόμου 1374 που επέβαλε την βίαιη “επιστράτευση” της νεανικής πολιτικοποίησης και την χειραγώγηση των φοιτητικών εκλογών από την κυβέρνηση. Η χούντα ήθελε μια νέα γενιά άβουλη, χωρίς πολιτική σκέψη, ως πλήρως διαμορφώσιμη μάζα. Αυτή τη φορά δεν σπάει το άσυλο, όμως οι πραιτωριανοί ξεσπούν με λύσσα πάνω σε φοιτητές που βρίσκονταν στους γύρω δρόμους, και το καθεστώς προβαίνει σε ακόμα μεγαλύτερο φίμωμα του Τύπου, το οποίο θα χαλαρώσει μετά από λίγο σε μια προσπάθεια δήθεν φιλελευθεροποίησης μέσω δημοψηφίσματος που σύμφωνα με τα λογύδρια του ανθρωπάριου ονόματι Γεώργιος Παπαδόπουλος, έφερε την πολυπόθητη δημοκρατία… Οι καταλήψεις και οι αποχές των φοιτητών συνεχίστηκαν όλο το διάστημα Μάρτη - Απρίλη. Να σημειωθεί ότι οι ξυλοδαρμοί και τα βασανιστήρια που υπέστησαν οι αντιφρονούντες φοιτητές διεξήχθησαν με την ανοχή και την υποστήριξη της πλειοψηφίας του κλήρου. Ένας εξ’ αυτών μετέπειτα αρχιεπίσκοπος και …εθνάρχης σπούδαζε εκείνο τον καιρό και δεν ήξερε για την χούντα.
Τον Οκτώβρη, το “φιλελεύθερον”, πλέον, ανθρωπάριο διορίζει τον Σπύρο Μαρκεζίνη πρωθυπουργό, ο οποίος αναγγέλλει την πρόθεση εκλογών, με συμμετέχοντες πουλημένα πρόσωπα εθνικής εμβέλειας. Τις τελευταίες μέρες του μήνα και όλο το πρώτο μισό του Νοέμβρη, οι κινητοποιήσεις παίρνουν τη μορφή χιονοστιβάδας, και στην επαρχία. Την Τρίτη στις 13 του Νοέμβρη, ο Υπουργός Παιδείας, Παναγιώτης Σιφναίος, επισκέπτεται το Πολυτεχνείο και, επί της ουσίας, εκβιάζει τους φοιτητές για ενδεχόμενο αιματοχυσίας σε περίπτωση που δεν συμβιβασθούν με τις επιταγές του καθεστώτος σχετικά με τις φοιτητικές εκλογές. Οι φοιτητές ζητούσαν ελεύθερες εκλογές και όχι χειραγωγημένες. Ο υπουργός παιδείας είχε αναγγείλει, από τις 2 Νοεμβρίου, ότι φοιτητικές εκλογές θα γίνονταν μόνο μετά από τις βουλευτικές. Το απόγευμα της 14ης ξεκινάει αυθόρμητα η κατάληψη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου από τους φοιτητές (η πρώτη κατάληψη είχε γίνει την ημέρα του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου, λίγες ώρες πριν τα άρματα βγουν στους δρόμους) και μέσα σε λίγη ώρα στήνεται και ο ανεξάρτητος ραδιοφωνικός σταθμός. Οδοφράγματα, διαδηλωτές και πολίτες στους γύρω δρόμους πλαισιώνουν το σκηνικό της εξέγερσης. Την επόμενη μέρα μαθητές, νέοι, εργαζόμενοι και οικοδόμοι ξεκινούν για το Πολυτεχνείο, παρακινημένοι από την ραδιοφωνική εκπομπή και την αναταραχή μέσα στην κοινωνία. Μέχρι την Παρασκευή, το αγωνιστικό κίνημα συμπαράστασης δυναμώνει, ενώ παράλληλα δυναμώνει και η εμβέλεια του ραδιοφωνικού σήματος. Η συντονιστική επιτροπή με κοινή απόφαση αναγγέλλει τον χαρακτήρα της εξέγερσης ως αντιφασιστικής, αντι-ιμπεριαλιστικής:
"Πιστεύοντας ότι αυτή η στιγμή του αγώνα εκφράζουμε τη θέληση όλου του ελληνικού λαού για ενότητα, καλούμε όλες τις αντιδικτατορικές - αντιστασιακές δυνάμεις κι όλα τα δημοκρατικά - αντιδικτατορικά κόμματα να αγωνιστούν μαζί μας. Να κάνουν κοινό πρόγραμμα, βασισμένο οπωσδήποτε στις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας, και της εθνικής ανεξαρτησίας, με βασικό στόχο την ανατροπή της δικτατορίας".
Το μεσημέρι της Παρασκευής διαδίδονται πληροφορίες επικείμενης επίθεσης της αστυνομίας στον χώρο και αρχίζει να διαχέεται ένας έντονος εκνευρισμός. Από το απόγευμα αστυνομικές δυνάμεις - με τη συνδρομή ελεύθερων σκοπευτών - επιτίθενται με χημικά, γκλόμπς και σφαίρες στους χιλιάδες “εξωτερικούς” διαδηλωτές με σκοπό την εκκένωση του χώρου αφήνοντας και τους πρώτους νεκρούς. Κατά τις 00:00 κάνει την εμφάνισή του ο στρατός μαζί με πέντε άρματα μάχης. Στις 03:00 δίνεται η εντολή και το ένα εξ αυτών εισβάλει στην πύλη του Πολυτεχνείου γκρεμίζοντας την και τραυματίζοντας μερικούς φοιτητές. Το πόρισμα Τσεβά αναφέρει ότι “έτερος όμως αυτόπτης, δημοσιογράφος αυτός”, καταθέτει τα εξής: ”Προσποιούμενος τον αδιάφορον ρώτησα έναν αστυνομικόν: Τι έγινε; Πατήσαμε πολλούς; Μου απήντησε: Δεν βαριέσαι μόνον δύο τρεις αλήτες”. Η πλύση εγκεφάλου και η τόνωση της ψυχολογικής ανασφάλειας, η καταστολή που δέχονταν οι ένστολοι στο ολοκληρωτικό καθεστώς, έτσι ώστε, με την σειρά τους, και οι ίδιοι να περάσουν αυτή την καταστολή στην κοινωνία, φαίνεται στις μετέπειτα δηλώσεις του στρατιώτη που οδηγούσε το άρμα, το οποίο παραβίασε την καγκελόπορτα του Πολυτεχνείου:
"Οι κοµμουνιστές καίνε την Αθήνα, µας έλεγαν κι εµεις τους πιστεύαµε… Όταν φτάσαµε στη διασταύρωση της λεωφόρου Αλεξάνδρας και της οδού Πατησίων, µας έδωσαν εντολή να σταµατήσουµε. Εκεί µείναµε περίπου µία ώρα. Ο κόσµος θυµάµαι ότι µας φώναζε, "Είµαστε αδέρφια, είµαστε αδέρφια”. Εγώ ήθελα να τους φάω. Τους έβλεπα σαν παράσιτα… Δεκάδες φοιτητές κρέµονταν από τα κάγκελα, ενώ εκατοντάδες βρίσκονταν στον προαύλιο χώρο. Κι εγώ τους έβλεπα σαν µαµούνια που ήθελα να τα φάω… Όταν γυρίσαµε στο στρατόπεδο, έγινα ήρωας. Οι στρατιωτικοί µου έδιναν συγχαρητήρια. Τότε αισθανόµουν ότι ήµουν κάποιος, ότι έκανα κάτι καλό, κάτι µεγάλο."
Μετά την εισβολή του άρματος, δυνάμεις των ΛΟΚ οδηγούν συντεταγμένα τους φοιτητές έξω από τον χώρο του Πολυτεχνείου. Εκεί, αστυνομικές δυνάμεις και άνδρες της ΚΥΠ που βρίσκονταν σε αναμονή, ξεκινάνε την δουλειά τους βαρώντας στο ψαχνό. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε μερικές περιπτώσεις στρατιώτες επιχείρησαν να προστατέψουν τους διαδηλωτές βρισκόμενοι αντιμέτωποι με την αστυνομία. Από κει και πέρα ξεκίνησε το ανθρωποκυνηγητό και οι ασκήσεις σκοποβολής επί κινητών στόχων από τις δυνάμεις καταστολής, στρατού, αστυνομίας, αλλά και βαθέος κράτους. Το βαθύ κράτος αποτελείτο, μεταξύ άλλων, από συνεργάτες του μετέπειτα αρχηγού του κόμματος της χρυσής αυγής, Νίκου Μιχαλολιάκου και του γνωστού πρώην πράκτορα της ΚΥΠ, Κωνσταντίνου Πλεύρη, όπως ο χιτλερικός βομβιστής Αριστοτέλης Καλέντζης και ο Ηλίας Τσιαπούρης. Από την ταράτσα του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως στην οδό Μπουμπουλίνας, ο Τσιαπούρης πυροβολούσε μαζί με άλλους παρακρατικούς, τους διαδηλωτές που βρίσκονταν στους δρόμους γύρω από το Πολυτεχνείο, όπως αναφέρει στο βιβλίο του “Χρυσή Αυγή - Πολιτικός Οδοδείκτης” ο ακροδεξιός Ίωνας Φιλίππου. Το μακελειό κράτησε πολλές ώρες, μέχρι και το πρωί της επόμενης μέρας. Στην πραγματικότητα, οι ώρες αυτές ήταν ένα “Φάρ Ουέστ” στους δρόμους της Αθήνας από ένα καθεστώς που διατεινόταν ότι περιφρουρούσε την τάξη την πειθαρχία, μα πάνω απ’ όλα την …ασφάλεια του πολίτη. Οι νεκροί του πολυτεχνείου εικάζονται από 11 ως 88 πολίτες και φοιτητές (τα επίσημα στοιχεία έκαναν αναφορά για 35 με 40) και εκατοντάδες ως χίλιους τραυματίες. Η επίθεση στο πολυτεχνείο ήταν επίθεση στον ελληνικό λαό, στην δημοκρατία και στην ελευθερία. Μα πάνω απ’ όλα ήταν, όπως συμβαίνει σε κάθε ολοκληρωτικό καθεστώς, επίθεση στη νέα γενιά.

Μιχάλης Μυρογιάννης, ετών 20. Δολοφονήθηκε από τον συνταγματάρχη Νικόλαο Ντερτιλή
Χαρακτηριστική είναι η κατάθεση του Αντώνη Αγριτέλλη, οδηγού ενός από τους πρωταίτιους της χούντας, του συνταγματάρχη Νικόλαου Ντερτιλή:
"Ήμουνα προσωπικός οδηγός του Συνταγματάρχη Ντερτιλή. Την Παρασκευή το απόγευμα (16ης Νοεμβρίου) τον παρέλαβα από το σπίτι του και τον μετέφερα με το τζιπ στην Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών στην οδό Σταδίου 10, γύρω στις 7 το βράδυ. Κατά τις 10 η ώρα βγήκε ο Ντερτιλής μαζί με κάποιον ανώτερο αξιωματικό της Αστυνομίας και έφυγαν. Πότε επέστρεψαν δεν τους αντελήφθην. Στις 4 ή 4:30 ξημερώνοντας Σάββατο παρέλαβα τον Ντερτιλή και τον μετέφερα από την ΑΣΔΕΝ στο Πολυτεχνείο με το τζιπ. Σταμάτησα κοντά στην κατεστραμμένη πύλη, ο Ντερτιλής κατέβηκε και συζητούσε με κάποιον αξιωματικό της Αστυνομίας.
Ξαφνικά αντελήφθην φασαρία και φωνές προς τη μεριά της διασταύρωσης Πατησίων και Στουρνάρα. Παρετήρησα ότι αστυφύλακες έδερναν έναν νεαρό. Ξαφνικά αυτός κατόρθωσε να αποσπασθεί από τους αστυφύλακες. Τότε ο Ντερτιλής, που μόλις είχε αντιληφθεί το επεισόδιο, έβγαλε από το μπουφάν του το περίστροφό του και πυροβόλησε χωρίς να πολυσκεφθεί. Ο νεαρός έπεσε σαν κοτόπουλο. Έμεινε επί τόπου ακριβώς στην διασταύρωση Πατησίων και Στουρνάρα, προς την πλευρά της Ομόνοιας. Εγώ φαντάστηκα ότι του έριξε στα πόδια και περίμενα να κινηθεί. Όταν όμως είδα να σχηματίζεται μια λίμνη από αίμα και μια μικρή άσπρη λιμνούλα από μυαλά, κατάλαβα ότι τον πυροβόλησε στο κεφάλι και ήταν ήδη νεκρός.
Μετά, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, μπήκε στο τζιπ και κτυπώντας με στην πλάτη, μου είπε “με παραδέχεσαι ρε; Σαράντα πέντε χρονών άνθρωπος και με τη μια τον πέτυχα στο κεφάλι”. Εγώ τα είχα χάσει και ήμουνα φοβερά ταραγμένος και φοβισμένος. Συνεχίσαμε προς την Πατησίων και φθάσαμε στο Μουσείο. Εκεί κάποιος υπάλληλος των τρόλεϋ ήταν μπλοκαρισμένος και οι αστυφύλακες του φώναζαν και τον έσπρωχναν.
Ο Ντερτιλής κατέβηκε απ’ το τζιπ, κόλλησε το περίστροφό του στο στομάχι του ανθρώπου και τον φοβέριζε ότι θα τον σκοτώσει αν δεν εξαφανιστεί. Μετά προχωρήσαμε προς τον ΟΤΕ όπου ευρίσκοντο αρκετοί πολίτες. Ο Ντερτιλής έβγαλε το περίστροφό του και άρχισε να πυροβολεί χωρίς να μπορώ να διαπιστώσω αν χτυπήθηκε κανείς. Από τον ΟΤΕ γυρίσαμε πίσω και φθάσαμε στα Χαυτεία ακριβώς έξω από τον ΜΠΡΑΒΟ. Ενώ δεν είχαμε σταματήσει ακόμη, ο Ντερτιλής αντελήφθη πάνω από τον Κινηματογράφο “Αλάσκα” πολίτες που είχαν αποκλεισθεί. Κατέβηκε αμέσως από το αυτοκίνητό του και διέταξε τους ΛΟΚατζήδες να κάνουν έφοδο και να τους πιάσουν.
Ο ίδιος έδινε διαταγές με το περίστροφο στο χέρι λέγοντας: “Βαράτε στο ψαχνό, πέντε παλιόπαιδα θα μας κάνουν ό,τι θέλουν;” Μετά από λίγο, οι ΛΟΚατζήδες κατέβασαν τριάντα περίπου άτομα και τους έβαλαν επάνω σε καμιόνια και τους πήραν. Από το σημείο εκείνο φύγαμε και πήγαμε στην οδό Γ΄ Σεπτεμβρίου και Μάρνη, σε μια υπηρεσία της Χωροφυλακής. Το διεπίστωσα αυτό, γιατί μόλις κατέβηκε ο Ντερτιλής έτρεξαν οι Χωροφύλακες και τον υποδέχτηκαν. Αυτός όμως τους είπε, σαν να τους μάλωνε, “τι φοβάστε ρε; Βαράτε στο ψαχνό, εγώ έκανα την αρχή”. Τότε κατάλαβα ότι είχε μαθευτεί η πράξις του Ντερτιλή. Μετά από μέρες με ρώτησε ο Ντερτιλής: “Θυμάσαι ρε, αυτόν που πυροβόλησα στο Πολυτεχνείο; Ε, τη γλύτωσε τελικά.” Φυσικά ήταν προφανής ο σκοπός του, ήθελε να απαλύνει την τρομερή εντύπωση που μου είχε δημιουργήσει με τον φόνο που έκανε εν ψυχρώ και να τον λησμονήσω. Αλλά το φοβερό αυτό γεγονός θα το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή. Έκανα πως τον πίστεψα αλλά δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία ότι ο νεαρός ήταν νεκρός. Πράγμα που το διάβασα αργότερα στις εφημερίδες. Μετά από αρκετές μέρες μ’ έδιωχναν με δυσμενή μετάθεση στο Πολύκαστρο.
Με κάλεσε ο Ντερτιλής και μου είπε: “Παιδί μου, δεν πρέπει να ξεχνάς ένα πράγμα, ότι στην Υπηρεσία μας ό,τι ακούμε και ό,τι βλέπουμε μένει για την Υπηρεσία, δεν το λέμε αυτό ούτε στην μάνα μας.” Κατάλαβα τι εννοούσε. Η μετάθεσή μου στο Πολύκαστρο γινόταν επειδή ήμουν προσωπικός οδηγός του Ντερτιλή. Την δικαιολόγησαν όμως ότι είχα σπάσει τον καθρέπτη του αυτοκινήτου του και για τιμωρία έπαιρνα την μετάθεση αυτή. Επίσης, θέλω να προσθέσω ότι κατά την διάρκεια των γεγονότων του Πολυτεχνείου ο Ντερτιλής έλεγε συνεχώς σε όποιον συναντούσε, “βαράτε στο ψαχνό”. Έλεγε ακόμη σε μερικούς άλλους ότι: “Όταν δείτε τέσσερα, άτομα τον έναν να τον σκοτώνετε και τους τρεις να τους βάζετε στο καμιόνι”.”
Αρκετά στελέχη του “ελληνικού” κοινοβουλίου και άλλα πρόσωπα του πολιτικού σκηνικού που, σήμερα, βρίσκονται σε θεσμικά πόστα, όλο και κάποια σύνδεση είχαν με το καθεστώς. Άλλοι έκαναν περιουσία κατά την διάρκεια της επταετίας και άλλοι απέκτησαν εύνοια μέσω της παροχής υπηρεσιών και αναρριχήθηκαν στην πυραμίδα της εξουσίας. Αυτοί είναι εκείνοι που σκότωσαν τον Μιχάλη Μυρογιάννη, τον Διομήδη Κομνηνό, τον Νίκο Μαρκούλη, τον Αλέξανδρο Σπαρτίδη και τα υπόλοιπα παιδιά του πολυτεχνείου, είναι εκείνοι που τρέφουν την παράδοση που θέλει την Ελλάδα να τρώει τα παιδιά της. Παρ’ όλ’ αυτά δεν είναι η Ελλάδα που τρώει τα παιδιά της, αλλά αυτές, ακριβώς, οι ακρίδες που τρώνε την Ελλάδα. Μερικές από τις ακρίδες αυτές, φρόντισαν ώστε οι πραγματικοί αγωνιστές του πολυτεχνείου να μείνουν στην αφάνεια και διατυμπανίζοντας την παρουσία τους στα γεγονότα του πολυτεχνείου, όποια κι αν ήταν αυτή, εξαργύρωσαν την “πολυτεχνειακή ταυτότητα” με φήμη, χρήμα και εξουσία.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου